ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: tovima.grΑυτή είναι η σαύρα από την οποία πήρε το όνομά του ο κροκόδειλος. Θα τη συναντήσετε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ορισμένες Κυκλάδες, την Κέρκυρα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή σης συμπρωτεύουσας όπου έφτασε με τη βοήθεια του ανθρώπου
| ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΦΙΛΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΒΑΛΑΚΟΣ
Αμφίβια και Ερπετά της Ελλάδας Οδηγός αναγνώρισης Εκδόσεις: Πατάκη 2012, σελ 197, τιμή 20 ευρώ |
Προσφάτως, ο αδελφός μου τηλεφώνησε εκστασιασμένος: κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στο βουνό των Κενταύρων εντόπισε μια «σαύρα Πηλίου».
– Πανέμορφη! Μαύρη με κίντρινες πιτσίλες! Τι ξέρεις για αυτήν;
– Τι να ξέρω; Πέρασε μια εικοσαετία από τότε που έκανα ζωολογία στο Πανεπιστήμιο. Αλλά, «κίτρινες πιτσίλες» είπες; Τα έντονα χρώματα στη φύση σημαίνουν συνήθως δηλητήριο. Ελπίζω να μη συσφίξατε τις σχέσεις σας...
– Οχι! οι ντόπιοι λένε ότι αν την πιάσεις και μετά χαϊδέψεις τα μαλλιά σου οδεύεις προς φαλάκρα.
– Περίμενε να πάρω τον Βαλάκο.
– Ποιος είναι αυτός;
– Ερπετολόγος στο Βιολογικό της Αθήνας.
Οπως ήταν αναμενόμενο, το τηλεφώνημα υπήρξε άκρως διαφωτιστικό. Πληροφορηθήκαμε ότι η σαύρα δεν ήταν καθόλου «Πηλίου». ‘Η μάλλον δεν ήταν μόνο Πηλίου: επρόκειτο για τη Salamandra salamandra, η οποία εξαπλώνεται σε όλη την Κεντρική και τη Νότια Ευρώπη, ενώ στη χώρα μας απαντά σε όλο τον ηπειρωτικο κορμό και την Εύβοια. Φέρει όντως δηλητήριο, αλλά όχι τέτοιο που να θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή. Οσο για τη θεωρία της φαλάκρας, ήταν αρκετή για να προκαλέσει το γέλιο του έλληνα βιολόγου που τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει αφιερωθεί στη μελέτη της ελληνικής ερπετοπανίδας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κατέφυγα στα φώτα του αναπληρωτή καθηγητή Συγκριτικής Φυσιολογίας Ζώων Στρατή Βαλάκου, αλλά και του νεότερου μεν, επιμελέστατου δε επίκουρου καθηγητή Ζωικής Ποικιλότητας Παναγιώτη Παφίλη. Από τώρα και στο εξής όμως δεν θα χρειάζεται να τους ενοχλώ: με πολύ μεγάλη ικανοποίηση έλαβα το βιβλίο που συνέγραψαν από κοινού και το οποίο κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για έναν πλήρη οδηγό των αμφιβίων και των ερπετών της Ελλάδας. Είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί ένα τέτοιο έργο στην ελληνική. Ως σήμερα οι φοιτητές έπρεπε να καταφεύγουν στην αγγλική έκδοση με τα αμφίβια και ερπετά της Ευρώπης για να αντλήσουν πληροφορίες για την ελληνική ερπετοπανίδα. Οι οποίες βεβαίως δεν ήταν διεξοδικές, ενώ κάποιες ήταν και λανθασμένες (ιδιαίτερα όσες αναφέρονταν στη γεωγραφική κατανομή των ειδών).
Ωστόσο, το πόνημα των ελλήνων βιολόγων δεν απευθύνεται μόνο σε φοιτητές αλλά και σε οποιονδήποτε έχει ένα ενδιαφέρον για την ελληνική φύση και θέλει έναν εύχρηστο οδηγό που θα μπορεί να κουβαλά στα ταξίδια του. Με κλείδες που επιτρέπουν την αναγνώριση οποιουδήποτε από τα 63 είδη ερπετών και 23 είδη αμφιβίων της χώρας, ο οδηγός μπορεί να σας φανεί χρήσιμος είτε επειδή θαυμάσατε την ομορφιά μιας σαύρας που σας ήταν άγνωστη ως τότε και θέλετε να μάθετε περί τίνος πρόκειται, είτε επειδή στο δωμάτιό σας των διακοπών βρεθήκατε αντιμέτωποι με ένα «θηρίο» και θέλετε να βεβαιωθείτε ότι τρώει μόνο τα κουνούπια, είτε επειδή είχατε την ατυχία να σας τσιμπήσει φίδι και θέλετε από το αποτύπωμά του να βεβαιωθείτε αν επρόκειτο για κάτι επικίνδυνο (σελ. 41). Αλλά και αν δεν θέλετε να δουλέψετε με κλείδες, οι έγχρωμες φωτογραφίες και τα σκίτσα θα σας βοηθήσουν να εντοπίσετε την ταυτότητα του ζώου. Οι δε χάρτες της εξάπλωσής τους θα συμβάλουν στην επιβεβαίωση της ταυτοποίησης.
Αν τώρα θελήσετε να μάθετε περισσότερα για το αντικείμενο του θαυμασμού (ή του φόβου σας) για κάθε είδος, θα βρείτε αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή του, τα ενδιαιτήματα (τους βιοτόπους) που προτιμά, την περιγραφή του, τη βιολογία του, το καθεστώς προστασίας στο οποίο υπόκειται, αλλά και ειδικές επισημάνσεις που αφορούν την ονοματολογία του και άλλα ιστορικού τύπου στοιχεία.
Ειδικά αυτές οι τελευταίες επισημάνσεις αυξάνουν τη γοητεία του βιβλίου. Πάρτε για παράδειγμα το κροκοδειλάκι, εκείνη την ενδιαφέρουσα σαύρα που πιθανότατα συναντήσατε στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών σας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ή σε ορισμένες από τις Κυκλάδες (Πάρος, Νάξος, Δήλος, Ρήνεια, Αντίπαρος, Δεσποτικό, Μύκονος) ή ακόμη στην Κέρκυρα ή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε πρόσφατα χάρη στον άνθρωπο. Δεν θα μας εξέπληττε αν πιστεύατε ότι η σαύρα αυτή (της οποίας η επιστημονική ονομασία είναι Laudakia stellio) ονομάζεται κροκοδειλάκι χάρη στην εμφανή ομοιότητά της με τους κροκοδείλους. Ξέρετε όμως ότι οι κροκόδειλοι πήραν το όνομά τους από αυτήν; Οπως διαβάζουμε στη σελίδα 112: «Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το είδος αυτό ονομάστηκε πρώτο κροκόδειλος (από τις λέξεις κρόκη {βότσαλο} και δρίλος {σκουλήκι}, δηλαδή το σκουλήκι ανάμεσα στα βότσαλα, από τους αρχαίους Ελληνες οι οποίοι αργότερα χρησιμοποίησαν τον ίδιο όρο για τον κροκόδειλο του Νείλου που τους θύμιζε τη σαύρα που είναι συνηθισμένη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας».
Εν ολίγοις, ο οδηγός των Παφίλη - Βαλάκου ξεπερνά τα στενά όρια ενός οδηγού για φοιτητές και γίνεται βιβλίο-σύντροφος για όσους αγαπούν την περιπέτεια αλλά την προτιμούν «πασπαλισμένη» με ιστορία και γλωσσολογία.
soufleri@dolnet.gr
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: tovima.gr